- παρακοίμημα
- παρακοίμημαneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακοίμημα — τὸ, Α [παρακοιμώμαι] αυτό που παίρνει κανείς στην αγκαλιά του, παραγκάλισμα* 2. καθετί το αγαπητό και προσφιλές … Dictionary of Greek